υπεραγωγός

υπεραγωγός
ο сверхпроводник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπεραγωγός" в других словарях:

  • υπεραγωγός — ο, Ν [αγωγός] φυσ. υλικό το οποίο παρουσιάζει υπεραγωγιμότητα …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγός — ο ηλεκτρικός αγωγός που η ηλεκτρική του αντίσταση μηδενίστηκε από την πτώση της θερμοκρασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύοτρον — το (ηλεκτρολ.) στοιχείο ηλεκτρικού κυκλώματος το οποίο υπό κανονικές συνθήκες συμπεριφέρεται ως ηλεκτρική αντίσταση, όταν όμως δεχθεί την επίδραση ενός ισχυρού μαγνητικού πεδίου συμπεριφέρεται ως υπεραγωγός, λόγος για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

  • έρβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Er· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –υποομάδα των λανθανίδων ή σπάνιων γαιών– έχει ατομικό αριθμό 68 και ατομικό βάρος 126,27. Έχει έξι φυσικά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε το 1843 ο Σουηδός χημικός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»